- ησυχαστικός
- -ή, -ό (Μ ἡσυχαστικός, -ή, -όν) [ησυχαστής]νεοελλ.1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις»)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα δόγματα τουςμσν.1. ήσυχος, μοναχικός, ειρηνικός2. προσεκτικός («κι' ἀκρόσ' ἡσυχαστική δῶσ' μου», Σουμμ.).επίρρ...ησυχαστικώς και -ά (Μ ἡσυχαστικῶς και -ά)νεοελλ.με καθησυχαστικό τρόπο, καταπραϋντικάμσν.κατά τον τρόπο των μοναχών ή τών ησυχαστών.
Dictionary of Greek. 2013.